- φέρασπις
- -άσπιδος, ό, ἡ, Ααυτός που φέρει ασπίδα («φέρασπις Αἴας», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ασπις (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. ῥίψ-ασπις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φέρασπις — shield bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεράσπιδες — φέρασπις shield bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεράσπιδος — φέρασπις shield bearing masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρασπι — φέρασπις shield bearing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φερεσσακής — ές, Α (ποιητ.) 1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις* 2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σσακής (< σάκος… … Dictionary of Greek